Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

πέφτω σαν

  • 1 μπόμπα

    η
    1) бомба; снаряд;

    εκρηκτική (εμπρηστική) μπόμπα — фугасная (зажигательная) бомба;

    ατομική (υδρογογική) μπόμπα — атомная (водородная) бомба;

    μπόμπα ναπάλμ — напалмовая бомба;

    ωρολογιακή μπόμπα — бомба с часовым механизмом, адская машина;

    βραδυφλεγής μπόμπα — бомба замедленного действия;

    2) большая бочка;
    3) газовый баллон; 4) перен., ирон. бочка (о женщине);

    § είσορμώ ( — или μπαίνω) σαν μπόμπα — влететь бомбой, как бомба;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μπόμπα

  • 2 επάνω

    1. επίρρ. I
    1) наверху, вверху; наверх, вверх; выше;

    εκεί επάνω — там наверху;

    εδώ επάνω — здесь наверху;

    ανεβείτε επάνω — поднимитесь наверх;

    σήκω επάνω — вставай, поднимайся;

    2) на (ком-л.); при (ком-л.);

    επάνω μου — а) на мне; — б) на меня, на себя;

    ρίξε επάνω σου το παλτό — накинь пальто;

    τό παίρνω επάνω μου το ζήτημα — этот вопрос я беру на себя;

    τό παίρνω επάνω μου το παιδί ο — ребёнке позабочусь я; — е) при мне, с собой;

    βαστώ ( — или έχω) επάνω μου — иметь при себе;

    δεν έχω χρήματα επάνω μου — у меня при себе нет денег;

    3) против, на;

    επάνω μας — на нас, против нас;

    επεσε επάνω μας σαν θηρίο — он набросился на нас как зверь;

    II με π ров.
    1):

    επάνω σε — а) на;

    επάνω στο τραπέζι — на столе;

    επάνω στο δέντρο — на дереве;

    τό σπίτι τώγραψα επάνω στη γυναίκα μου — дом я записал да жену;

    επάνω στο δρόμο — на улице;

    б) в момент, во время;

    ήλθε επάνω στον καυγά — он пришёл как раз в момент ссоры;

    επάνω στο θυμό μου — в момент гнева;

    επάνω στη δουλειά μου — во время работы;

    επάνω στην ώώρα — вовремя; — в) против;

    πλέουμε επάνωεπάνω στον καιρό — плывём против ветра;

    2):

    επάνω από — а) сверх, более; — выше;

    επάνω από χίλιοι — более тысячи;

    επάνω από είκοσι χρόνια — более двадцати лет;

    επάνω από τη ρίζα — выше корня;

    επάνω απ' όλα η αγάπη — превыше всего любовь; — б) над;

    επάνω από το τραπέζι — над столом;

    3):

    κατ' επάνω — против;

    ώρμησε κατ' επάνω μας — он набросился на нас;

    III με αντων.:

    επάνω πού — в тот момент, когда;

    επάνω πού λέγαμε γιά σένα — как раз в тот момент, когда говорили о тебе;

    επάνω πού είμαστε γιά να φύγουμε — в тот момент, когда мы собирались уходить;

    IV με σύνδ.
    1):

    έως ( — или ως) επάνω — доверху;

    γεμίζω το ποτήρι μου 'έως επάνω — наполнить свой стакан до краёв;

    2):

    κι' επάνω — выше; — более;

    τα παιδιά από έξ χρονών κι' επάνω — дети шести лет и старше;

    εκατό οκάδες κι' επάνω — более ста ока;

    τρείς μήνες κι' επάνω — более трёх месяцев;

    § επάνω - επάνω а) слегка;

    б) поверхностно;

    του τα είπα επάνω - επάνω — я ему только (слегка) намекнул;

    επάνω -κάτω — около, приблизительно, примерно;

    είμαστε είκοσι επάνω -κάτω — нас было около двадцати человек;

    είναι επάνω -κάτω το ίδιο — это примерно одно и то же;

    παίρνω επάνω μου — поправляться, набираться сил;

    πήρε επάνω του ο άρρωστος — больной поправился;

    η ελιά με το κλάδεμα πήρε επάνω της — после подрезания оливковое дерево ожило;

    τό παίρνω επάνω μου — много брать на себя; — зазнаваться, мнить о себе;

    πέφτω επάνω σ' έναν — случайно встретить кого-л.;

    τα κάνω επάνω μου — обделаться; — наложить в штаны (тж. перен.);

    τα έκανε επάνω του — он здорово струхнул;

    2. επίθ. άκλ. верхний;

    τό επάνω μέρος — верхняя часть;

    τό επάνω πάτωμα — верхний этаж;

    οι επάνω — живущие на верхнем этаже;

    ο επάνω κόσμος — жизнь на земле;

    § τό επάνω επάνωверхний слой (масла,.молока, супа)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επάνω

  • 3 νερό

    τό
    1) вода;

    νερό πηγαδήσιο — колодезная вода;

    πόσιμο νερό — питьевая вода;

    γλυκό νερό — пресная вода;

    βρασμένο νερό — кипячёная вода;

    μεταλλικό νερό — минеральная вода;

    νερό τρεχούμενο — проточная вода;

    η στάθμη τού νερού — уровень воды;

    πέφτω στα νερά упасть в воду, в лужу;
    2) дождь;

    αν ρίξει ο Μάρτης δυό νερά... — если в марте раза два пойдёт дождь...;

    3) моча;
    4) мочеиспускание;

    κάνω το νερό μου — мочиться;

    πάω προς νερού μου — идти в туалет, в уборную;

    5) πλ. отлив, перелив;

    ΰφασμα με νερά — муаровая ткань;

    τό ατλάζι κάνει ωραία νερά — атлас красиво переливается;

    6) πλ. мор. ватерлиния;
    7) πλ. мор. кильватер;

    § ιαματικά νερά — воды (курорт);

    ναύτης (γιατρός, δικηγόρος κ.τ.λ.) τού γλυκού νερου — горе-моряк (-врач, -адвокат и т. п.);

    μιά νέα σαν το κρύο νερό — молодая красивая девушка, девушка кровь с молоком;

    κάνω μιά τρύπα στο νερό — толочь воду в ступе, делать что-л, впустую, напрасно;

    η βάρκα κάνει νερά — лодка дала течь;

    τό κρασί σηκώνει νερό — вино можно разбавить водой;

    αυύτη η δουλειά σηκώνει νερό — на этом можно заработать;

    αυτό σηκώνεινερό — это ещё как сказать!;

    βάζω 'со νερό στ' αυλάκι — налаживать дело;

    βάλε νερό στο κρασί σου — умерь свой аппетит, пыл; — сбавь тон;

    έκανέ νερά — он спасовал;

    έχει χάσει τα νερά του — он сам не свой;

    τον έφερα στα ( — или με τα) νερά μου — я сделал его своим единомышленником; — я его склонил на свою сторону;

    δεν δίνει ο6*τε τού αγγέλου τού νερό — у него зимой снега не выпросишь;

    ξέρω το μάθημα μου νερό ( — или νεράκι) — знать урок на зубок, как свои пять пальцев;

    αυτό θα πουληθή χίλιες δραχμές μεσ' στο νερό — это наверняка можно продать за тысячу драхм;

    κουβαλώ ( — или χύνω) νερό στο μύλο κάποιου — лить воду на чью-л. мельницу

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > νερό

См. также в других словарях:

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — έπεσα, πεσμένος 1. ρίχνομαι κάτω, γκρεμίζομαι: Έπεσε από το γεφύρι και πνίγηκε στο ποτάμι. 2. καταντώ: Έπεσε σε μεγάλη φτώχεια. 3. αποσπώμαι, βγαίνω από τη θέση, καταρρέω: Έπεσαν τα μαλλιά της κι έγινε σαν μαδημένη κότα. – Έπεσαν πολλά σπίτια από …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • νείφω — (Α) 1. (συν. ως απρόσ. και σπαν. ως προσ.) νείφει χιονίζει 2. μτφ. (μτβ.) ρίχνω κάτι σαν βροχή, σε μεγάλη ποσότητα («θεὸς νείφει τροφὰς ἀπ οὐρανοῡ» Φίλ.) 3. (και το μέσ. ως ενεργ.) νείφομαι χιονίζω, πέφτω σαν χιόνι («νιφάδος νειφομένας», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • ύω — Α 1. ρίχνω βροχή, βρέχω («ὗε δ ἄρα Ζεὺς συνεχές», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ εν. ως απρόσ.) ὕει βρέχει («ἑπτὰ δὲ ἐτέων μετὰ ταῡτα οὐκ ὗε τὴν Θηρήν», Ηρόδ.) 3. (συν. με σύστοιχο αντικ.) ρίχνω σαν βροχή («βατράχους... ὗσεν ὁ θεός», Αθήν.) 4. μέσ. ὕομαι… …   Dictionary of Greek

  • καταφέρω — (AM καταφέρω) 1. φέρω κάτι με ορμή εναντίον κάποιου, χτυπώ κάποιον («η αεροπορία κατέφερε ισχυρά πλήγματα στον εχθρό») 2. μέσ. καταφέρομαι εκφράζομαι δυσμενώς εναντίον κάποιου, κατηγορώ με δριμύτητα κάποιον μσν. φέρνω κάποιον σε άσχημη κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • γλιστρώ — ( άω) (Μ γλιστρῶ, όω και ἐγλιστρῶ, άω) 1. παραπατώ 2. πέφτω από γλίστρημα 3. μτφ. ξεφεύγω μ επιδεξιότητα («σε πολλές βρομοδουλειές είναι μέσα, μα πάντα γλιστρά») νεοελλ. 1. (για πράγμα) γλιστρώντας πέφτω κάτω 2. είμαι ολισθηρός 3. ξεφεύγω κατά… …   Dictionary of Greek

  • συνεκτραχηλίζομαι — Α μτφ. ρίχνομαι, γκρεμίζομαι σαν να πέφτω από άλογο («βίᾳ φερόμενος εἰς Σικελίαν καὶ συνεκτραχηλιζόμενος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκτραχηλίζομαι «ανατρέπομαι, πέφτω από άλογο»] …   Dictionary of Greek

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • εκπνέω — (AM ἐκπνέω, Α και ἐκπνείω) 1. (για έμβια) βγάζω τον αέρα από τα αναπνευστικά μου όργανα 2. παραδίδω το πνεύμα μου, πεθαίνω νεοελλ. (για χρόνο) εξαντλούμαι, τελειώνω αρχ. 1. (για τον εισπνεόμενο αέρα) βγαίνω έξω πνέοντας 2. φυσώ σαν πνοή 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»